- φόρτον
- φόρτοςloadmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek
ANABOLICAe Species — apud Flavium Vopisc. in Aureliano, c. 45. Vectigal ex Aegypto urbi Remoe Aurelianus vitri, chartoe, lini, stupae atque anabolicas species oeternas constituit: i. e. Embolicoe. Ἀναβολὴ enim et ἐμβολὴ eiusdem sunt significationis nomina ac utrôque… … Hofmann J. Lexicon universale
DIONYSIUS qui et Bacchus dicitur — vites et vini usum, atque ceterarum arborum fructus invenisse fertur. Vide Bacchus, Lenaeus, Liber, Lyaeus, etc. nomen quod attinet, Nonnus Panopolitan. a Νῦσος derivare videtur, quod est claudus, rationemque vocis istius reddit Bassaricôn l. 8.… … Hofmann J. Lexicon universale
εξεμπολώ — ἐξεμπολῶ, άω και ιων. τ. ἐξεμπολέω (Α) 1. κερδίζω από το εμπόριο («ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἤ ξενώσεται», Σοφ.) 2. ξεπουλώ («ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek
ευάγκαλος — εὐάγκαλος, ον (ΑΜ) μσν. (για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε… … Dictionary of Greek
παραπορρίπτω — Μ [απορρίπτω] ρίχνω κάτι προς τα πλάγια («ἕν τι τῶν ὑποζυγίων τὸν ἐπικείμενον παραπέρριψε φόρτον», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek